Αιρετικά και Κλασσικά: 3 Μαλαγουζιές
18/7/2020. Η αγαπημένη ποικιλία του κοινού τα τελευταία τουλάχιστον 25 χρόνια, με καταγωγή από την Αιτωλοακαρνανία,
έγινε στο ευρύ κοινό γνωστή στη δεκαετία του ’90 κυρίως μέσα από το Κτήμα Γεροβασιλείου, όπου συμμετείχε σε ποσοστό 15% περίπου με Ασύρτικο και από την μονοποικιλιακή της Ρωξάνης Μάτσα.
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου την είχε ανακαλύψει ήδη από τη δεκαετία του ’70 στην πατρίδα της και συμπεριλάβει στο τετραποικιλιακό χαρμάνι του Blanc de Blanc του κτήματος Καρρά, όπου εργαζόταν ως οινολόγος πριν δημιουργήσει το Κτήμα του. Μιλάμε για τη μαλαγουζιά φυσικά και μετά από λίγη ακόμα ιστορία, η δοκιμή 3 κρασιών της Αττικής.
Η αντιγραφή του συνδυασμού Ασύρτικου-Μαλαγουζιάς υπήρξε ακαριαία σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως συμβαίνει συνήθως και στη χώρα μας, παρόλο που κανείς δεν το παραδέχεται, αφού είναι γνωστό πως μόνο οι Γιαπωνέζοι αντιγράφουν. Η αλήθεια είναι πως το Ασύρτικο ισορροπεί την έντονα λιγωτικά τροπική μύτη της ποικιλίας και προσθέτει ραχοκοκκαλιά αυστηρότητας και οξύτητας στο χαρμάνι, δηλαδή βάζει τα πράγματα στη θέση τους.
Περισσότερο δημιουργικές προσπάθειες υπήρξαν από τις πολύ επιτυχημένες Πέτρινες Πλαγιές του Κτήματος Παλυβού σε συνδυασμό με 50% Σαρντονέ, πληθωρικό αγαπημένο στυλ με το τούρμπο να μπαίνει από πολύ χαμηλά στη μύτη και στο στόμα, και τον Μυθικό Ποταμό του Κτήματος Γκόφα όπου το πάντρεμα με το Σοβινιόν Γκρι να δίνει εξαιρετική ραχοκοκκαλιά, καλύτερη και περισσότερο πολύπλοκη από το Ασύρτικο, με δυνατότητα παλαίωσης της φιάλης τουλάχιστον σε βάθος τριετίας. Το τελευταίο έχει τη φινέτσα της ατμοσφαιρικής σπορ εκδοχής με τη ροπή και δύναμη ψηλά, καλοκουρδισμένη ανάρτηση και ακρίβεια στους χειρισμούς αλλά μάλλον δεν έχει κερδίσει την προτίμησή σας, όπως και η φίνα σπορ οδήγηση άλλωστε.
Σήμερα πλέον υπάρχουν αμέτρητες Μαλαγουζιές, αφού σχεδόν κάθε οινοποιός που σέβεται ή δεν σέβεται τον εαυτό του έχει και μια Μαλαγουζιά στη φαρέτρα του. Όχι κακό κατ’ ανάγκη, αφού η ανάγκη διαφοροποίησης οδηγεί σε δρόμους διαφορετικούς από τον γνωστό της πληθωρικής τροπικής μύτης με λιπαρότητα στο στόμα και μέτρια συνήθως οξύτητα. Έτσι έχουμε πειραματισμούς με πρωιμώτερους τρύγους, παραμονή με φίνες οινολάσπες, προσεκτική χρήση παλαιών βαρελιών και άλλα που μένει να αποδείξουν στο μέλλον την αξία της ποικιλίας σε παλαίωση, με την προυπόθεση πως υπάρχουν παλαιά αμπέλια φυσικά, εφ’ όσον η παλαίωση κρασιού από νεαρά αμπέλια είναι σαν βαρύ μακιγιάζ σε νέο κορίτσι.
Το χούι των ειδικών αναδρομών μου έμεινε επειδή πλέον διαβάζω κυρίως ιστορία, ποίηση και για το κρασί. Και επειδή το κρασί έχει πνευματική πτητικότητα, ενεργοποιεί την φιλοπεριέργεια και δεν εξαντλείται στην αναγνώριση του περιεχομένου του ποτηριού.
Τα κρασιά.
Η χρονιά που προηγήθηκε του κορωνοϊού ήταν χαρισματική αλλά αδικήθηκε και μεγάλες ποσότητες παρέμειναν στις δεξαμενές. Καταστροφικό οικονομικά, αλλά ευεργετικό για τα κρασιά που έμειναν να ωριμάσουν περισσότερο, ενώ συνήθως εμφιαλώνονται εσπευσμένα κάτω από την πίεση της αγοράς. Στη συγκεκριμμένη περίπτωση δοκίμασα λίγο καιρό πριν την εμφιάλωση του Ιανουαρίου του Σταμάτη Μυλωνά από την ίδια δεξαμενή, εφ’ όσον δεν είχε υπάρξει άλλη εν μέσω εγκλεισμού και την βρήκα σε οριακή ισορροπία ξυραφένιας οξύτητας και σχεδόν ελαφρού σώματος, με γκρέιπφρουτ και μοσχολέμονο να υπερέχουν του άγουρου ανανά, με άλλα λόγια καθόλου τυπική, μάλλον αιρετική, κοφτερή και λιγόλογη, αλλά με κομψότητα και φινέτσα και πολλά υποσχόμενη για την περί ής ο λόγος αδελφή της που είχε παραμείνει με τις φίνες οινολάσπες στην ίδια δεξαμενή. Σίγουρα όχι ένα κρασί ευρείας αποδοχής, αλλά αν αγαπάτε τα ξηρά Ρίσλινγκ και τα όστρακα ή τα ωριμασμένα στον αέρα αλλαντικά, είναι ένας γοητευτικός μονόδρομος, εκεί, κάπου στην Κερατέα...
Τι έκανε λοιπόν η αδελφή της τόσους μήνες στη δεξαμενή; Παπάδες. Το χρώμα απλά ένα τόνο πιο κίτρινο στο ωχρό λεμονί, αλλά η μύτη σχεδόν έντονη, διαυγής, αναλυτική, με μοσχολέμονο, λεμόνι και ξύσμα τους, αλλά και λευκόσαρκα πλέον ροδάκινα και νεκταρίνια, προζύμι και κάτι καπνιστό, σαν τσακμακόπετρα. Υψηλή σχεδόν οξύτητα τυλίγει ένα σφιχτοδεμένο καλοσχηματισμένο τραγανό σώμα από τα ίδια εσπεριδοειδή και λευκόσαρκα, αλλά και πεπόνι, οδηγώντας σε μια πολύπλοκη υπόπικρη απολαυστική επίγευση. Τα πιασίματα που έλλειπαν από την σχεδόν αδύνατη αδελφή της είναι εδώ με το παραπάνω και όσο ζεσταίνεται στο ποτήρι, αναγνωρίζεις και άλλα τροπικά φρούτα, μπανάνα, ανανά...Υψηλή ένταση, κομψότητα, γοητεία, φινέτσα, χαρίσματα που από μόνη της σπάνια έχει η ποικιλία, εξ ου και ο γνώστης Βαγγέλης Γεροβασιλείου την πάντρεψε με μπόλικο Ασύρτικο στο αξεπέραστο χαρμάνι του.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πιο τυπικές μαλαγουζιές, όπως της Ρωξάνης Μάτσα, που την πρωτοφύτεψε στην Αττική στα τέλη του περασμένου αιώνα και του Βασίλη Παπαγιαννάκου και τις δοκιμάσαμε την ίδια βραδυά. Ανταποκρίνονται περισσότερο στην εικόνα που έχετε στο μυαλό σας για την ποικιλία.
Το Καλογέρι, του Κτήματος Παπαγιαννάκου σχεδόν μέτριο λεμονί, ξεκινά με έντονα ανθική μύτη από γιασεμί και νυχτολούλουδο και συνεχίζει με κίτρινα εσπεριδοειδή και ξύσμα τους με λίγο πεπόνι στο βάθος. Η οξύτητα χωρίς να προεξέχει ισορροπεί το γεματούτσικο σώμα, σχεδόν έντονο από κίτρο, φράπα, μοσχολέμονο και ξύσμα από την εξέλιξη στη φιάλη στο πικρόγλυκο της γεμάτης επίγευσης, αλλά και πεπόνι και ώριμα λευκόσαρκα ροδάκινα. Μόλις ζεστάθηκε λίγο στο ποτήρι, βγήκαν και οι γεύσεις ζυμών από την παραμονή με τις οινολάσπες, προσθέτοντας πολυπλοκότητα στην κλασσική στιβαρή εικόνα.
Εδώ θέλω να προσθέσω πως σχεδόν ένα χρόνο μετά, αρχές Μαΐου 2021 δοκιμάσαμε την τελευταία φιάλη στον συντηρητή της ίδιας μαλαγουζιάς και εντυπωσιαστήκαμε με την αρτιότητα της εξέλιξης. Ήταν ένα σαφώς καλύτερο κρασί, με σχεδόν γεμάτο πλέον σώμα και τα υπόλοιπα γευστικά χαρακτηριστικά επίσης τονισμένα μέσα σε μια αξιοθαύμαστη ισορροπία.
Η Μαλαγουζιά Μάτσα, αχυρόξανθη, ξεκινάει με έντονη μύτη από ροδάκινο, πεπόνι, αχλάδι και σαφή εξ αρχής την επίδραση των ζυμών στην πολυπλοκότητα της μύτης και του στόματος. Παρ’ όλη την υψηλή αρωματική ένταση, η οξύτητα, το σώμα και το μήκος επίγευσης δεν ξεπερνούν το μέτριο, σε σύγκριση με τα προηγούμενα κρασιά ή τον εαυτό της σε προηγούμενες χρονιές όπως το 2016-7. Υπάρχει όμως μια φίνα απολαυστικότητα χωρίς ραφές καθώς σβήνει στο στόμα, που τα ξεπερνά. Παράδοξο, αλλά αληθινό, όσο και δύσκολο να περιγραφεί. Μάλλον οφείλεται στη σεβαστή πλέον ηλικία των αμπελιών που προσθέτουν φινέτσα και πολυπλοκότητα.
Μετά τη γευστική αναγνώριση συνοδεύτηκαν από πάστα cavatapi με μαριναρισμένα ψιλοκομμένα κολοκύθια και μπόλικο τριμένο ξινοτύρι Νάξου, εξαιρετικός συνδυασμός που ανέδειξε τα κρασιά ως την τελευταία γουλιά.
Η σπάνια ευκαιρία να δοκιμαστούν και οι δύο εμφιαλώσεις του Σταμάτη Μυλωνά που είναι διαθέσιμες στο οινοποιείο επέτρεψε να καταλάβουμε πόσα έχουμε να κερδίσουμε αν σταματήσουμε να ζητάμε τα πιο φρέσκα κρασιά από το Δεκέμβρη, 3 μήνες μετά τον τρύγο, αντί να τα αφήσουμε να ωριμάσουν και να αποκτήσουν πολυπλοκότητα. Όσο και αν μας άρεσε η πρώτη εμφιάλωση και γνωρίζουμε πώς θα την αξιοποιήσουμε, η δεύτερη είναι πολύ πιο ολοκληρωμένο κρασί και όχι μόνο για ειδικό κοινό. Η σοδειά του 2019 είναι ιδανική ευκαιρία για συνειδητοποιημένους οινολάτρες και πεδίο γνώσης λαμπρό για τους οινόφιλους. Ευκαιρία να την απολαύσουμε τώρα και όταν συναντήσουμε τους οινοποιούς να ζητήσουμε μία απ’ τα ίδια.
Υπάρχει κι’ ένα μυστικό, κάποια στιγμή το κρασί τελείωσε και θελήσαμε ένα ποτήρι ακόμα. Έφερα ένα από τα μπουκαλάκια που χρησιμοποιώ στις δοκιμές για να αποθηκεύω εκ των προτέρων μέρος της φιάλης για δεύτερη δοκιμή. Μας άρεσε ακόμα περισσότερο, αλλά δεν είχα γράψει τίποτα επάνω στο φιαλίδιο. Μετά από ένα λεπτό προσήλωσης στο ποτήρι, αναγνωρίστηκε το Σαββατιανό 2019 του Σταμάτη Μυλωνά. Καλές οι Μαλαγουζιές, αλλά το Σαββατιανό είναι Σαββατιανό, τελεία. Έχει περισσότερο βάθος και παλαιώνει σε βάθος χρόνου. Ξέρω πως διαφωνείτε, μπορούμε όμως να παραμείνουμε φίλοι.