4 Μαντινείες 2019 με μέλλον.

   Η ιστορία της Μαντινείας και των ΠΟΠ κρασιών της από μοσχοφίλερο συνέτρεξαν με την αναγέννηση του ελληνικού κρασιού και τη διάδοσή του στο εξωτερικό.

Σήμερα, πρωταγωνιστούν και στην αναπτυσσόμενη τάση [και] για λευκά ελληνικά κρασιά παλαίωσης όπου και συνεχίζουν να εκπλήσσουν ευχάριστα.

του Θέμου Νικολετόπουλου

   Η Μαντινεία είναι Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) για κρασιά από μοσχοφίλερο, μία από τις τέσσερις ελληνικές ποικιλίες που επελέγησαν ως πρεσβευτές για να διαδώσουν το ελληνικό κρασί διεθνώς (μόνο τυχαίος δεν είναι, άλλωστε, ο τόσο μεγάλος αριθμός φιαλών που πουλά στο εξωτερικό το Μοσχοφίλερο Μπουτάρη). Τα αμπελοτόπια της βρίσκονται στο αρκαδικό οροπέδιο και εκτείνονται από τη Μαντινεία, στην έξοδο του τούνελ, ως το Ζευγολατιό, τα Αγιωργίτικα, τα Λιθοβούνια και την Τεγέα.

 

Το μοσχοφίλερο και λίγη ιστορία

   Υπάρχουν τρεις μεταλλάξεις μοσχοφίλερου, το ασπροφίλερο, το ξανθοφίλερο και το πολύ μοδάτο τελευταία μαυροφίλερο, που αν και αναφέρονται από τους παραγωγούς ως κλώνοι, ο Στέφανος Κουντουράς, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ, θεωρεί πως είναι απλές μεταλλάξεις της ποικιλίας. Οι εσοδείες 2019 και 2020 απέδειξαν πως μάλλον έχει δίκιο, όπως παραδέχεται και ο οινοποιός Γιάννης Τσέλεπος, με 41 χρόνια εμπειρία στην οινοποίηση της ποικιλίας. «Όλα τα σταφύλια μαύρισαν σχεδόν το ίδιο», λέει. Εδώ να προσθέσω πως το φιλέρι  που καλλιεργείται στα πεδινά κυρίως της Μεσσηνίας, είναι επίσης η ίδια ποικιλία. Η ποικιλία ξεκίνησε ως φιλέρι σε χαμηλά υψόμετρα και όταν βρέθηκε στα ορεινά, οι χαμηλότερες θερμοκρασίες, ο εξ αιτίας τους παρατεταμένος τρύγος και το μεγαλύτερο εύρος θερμοκρασιών στο εικοσιτετράωρο ωρίμασαν αργά και πληρέστερα τα σταφύλια, αναδεικνύοντας έναν κομψότερο και πολύ πιο αρωματικό χαρακτήρα, που το ανέδειξαν στο σημερινό μοσχοφίλερο. Το ίδιο συμβαίνει για παράδειγμα με το ρίσλινγκ, που στα δικά μας χώματα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες οινοποιών της Αιγιαλείας, κυρίως, δεν έχει βγάλει μέχρι στιγμής τον εκρηκτικά αρωματικό χαρακτήρα και την ακατάβλητη οξύτητα της πατρίδας του.

   Ιστορικά, αδιαμφισβήτητος πατριάρχης στην περιοχή ήταν η εταιρία  Καμπάς, που εκτός από Μαντινεία, που καθιέρωσε πριν από το 1940 και την ανέδειξε ως οίνο ΟΠΑΠ το 1971, παρήγαγε και εξαιρετικής ποιότητας αφρώδες από μοσχοφίλερο (Cambas Imperial Methode Traditionelle) σε συνεργασία με Γάλλους ήδη από το 1970, ενώ ο αμπελώνας του περιήλθε το 1992 στην εταιρία Μπουτάρη, μαζί με τα λοιπά περουσιακά του στοιχεία.  Πρωτεργάτες στη δεκαετία του 1980 ήταν ο Αντωνόπουλος, ο Μπουτάρης, ο Σπυρόπουλος και ο Νασιάκος, μαζί με το Σκούρα που μόλις ξεκινούσε με τον πολύ καλό λευκό Μέγα Οίνο από 100% μοσχοφίλερο, χωρίς όμως να είναι ΠΟΠ. Οινολόγος του Νασιάκου, πριν αναλάβει ο Γιάννης Τσέλεπος, ήταν ο Γιάννης Νικολετόπουλος με πάθος για το μοσχοφίλερο και με τον οποίο μας συνέδεε μακρυνή συγγένεια. Λίγο αργότερα, στις αρχές του 1990, ο Τσέλεπος δημιούργησε  το δικό του οινοποιείο επαναπροσδιορίζοντας την ποικιλία σε ένα πιο στιβαρό στυλ, με υψηλότερη οξύτητα, σχεδόν γεμάτο σώμα και οινοποίηση που στο τέλος της χρονιάς έκανε το κρασί ικανό να εξελίσσεται. Δεν ήταν πλέον ένα ελαφρύ αρωματικό κρασί που έπινες ως απεριτίφ ή με σαλάτα, αλλά ζητούσε επίμονα πάστες θαλασσινών και ψητά ψάρια. Αυτά δημιούργησαν αλυσιδωτές αντιδράσεις που ανάμεσα σε άλλα κατέληξαν στο σημερινό φυτώριο οινοποιών της περιοχής, που ικανοί και ευφυώς ανήσυχοι, με ιδιόκτητα ή μη αμπέλια, πειραματίζονται συνεχώς δημιουργώντας δικά τους στυλ.

 

Τα κρασιά

   Τέσσερις Μαντινείες πέρασαν με άριστα στη δεύτερη χρονιά, αλλά δεν είναι μόνο αυτές. Αυτές είχαν μείνει στο συντηρητή μου. Είμαι σίγουρος πως το πολύ φινετσάτο Οροπέδιο Μπουτάρη, η Μαντινεία Νασιάκου, η Μαντινεία και η Αστάλα Σπυρόπουλου και αρκετές άλλες ατενίζουν εξ ίσου άφοβα το παρόν και το μέλλον.

   Η δοκιμή ήταν τυφλή, σε ζεύγη. Όλα τα κρασιά είχαν χρώμα ανοιχτό προς μέτριο λεμονί με γκρι ανταύγειες και ελάχιστη χρωματική απόκλιση μεταξύ τους, που από μόνο του δείχνει τη νεανικότητά τους. Μετά την καθαυτή δοκιμή, τα κρασιά πέρασαν, επίσης τυφλά, τη δοκιμασία παστού μπακαλιάρου στρωμένου με χοντροκομμένα κρεμμύδια, μαϊντανό, κορινθιακή σταφίδα και ελάχιστη ντομάτα, που ξεροψήθηκε στο φούρνο. Το πιάτο συνηθίζεται στην περιοχή επειδή το ψάρι αυτό ήταν το μόνο που έφτανε με ασφάλεια στο οροπέδιο, όταν οι δρόμοι ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι. Δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το πλακί και είναι ένα πολύπλοκο, έντονο πιάτο υψηλής αισθητικής, με αντίστιξη ανάμεσα στο υφάλμυρο, υπόγλυκο και υπόξινο, που εκτελεσμένο σωστά καταλήγει απόλυτα αρμονικό. Στο τέλος έγιναν τα αποκαλυπτήρια και συνεχίσαμε τρώγοντας και συζητώντας τις εντυπώσεις μας.

   Τομή, ΠΟΠ Μαντινεία, Οινοποιείο Τρουπή (η αυστηρή): Έχει σχεδόν έντονη μύτη από λεμόνι, μοσχολέμονο, γρέιπφρουτ, αλλά και λευκόσαρκα ροδάκινα και νεκταρίνια. Όσο το κρασί ανοίγει στο ποτήρι, η φρεσκάδα των εσπεριδοειδών τυλίγεται διακριτικά από μεθυστικά αρώματα νυχτολούλουδου, [μόσχου (musk)?] και ανθών νεραντζιάς, χωρίς να πάψει να κυριαρχεί η λεμονάτη αίσθηση. Στο στόμα, η σαφώς υψηλή οξύτητα και οι ελάχιστες λεπτές τανίνες, ίσως από προζυμωτική κρυεκχύλιση, ισορροπούν προς το νευρώδες, με τα προαναφερθέντα αρώματα εσπεριδοειδών και λευκόσαρκων φρούτων σε σφιχτή δομή με το μέτριο όγκο. Η ένταση είναι λίγο μεγαλύτερη και ο χαρακτήρας αυστηρότερος από την αρκετά μεθυστική μύτη, ενώ η επίγευση είναι αρκετά μακρά. Είναι κρασί πιστό στο στυλ που αυτό χάραξε πριν χρόνια, με έμφαση στο απολαυστικά αυστηρό και νευρώδες.

 

    Μοσχοφίλερο Μορόπουλου, ΠΟΠ Μαντίνεια (η ευχάριστη): Από ιδιόκτητους αμπελώνες 140 στρεμμάτων στο Ζευγολατιό Αρκαδίας, έχει μύτη μέτριας έντασης με μοσχολέμονο, λεμόνι και αχλάδι Williams, ενώ σταδιακά απελευθερώνονται αρώματα ξύσματος ώριμου λεμονιού. Η μέτρια οξύτητα στο στόμα μέτριου όγκου και έντασης ισορροπεί με την ευχάριστη αίσθηση ελάχιστων υπολειμματικών σακχάρων, μαζί με ώριμο λεμόνι και λευκόσαρκα ροδάκινα. Στην ευχάριστη επίγευση μέτριου μήκους κυριαρχούν ξύσμα λεμονιού και μοσχολέμονο.

    ΠΟΠ Μαντινεία Μποσινάκης (η νευρώδης): Άλλη μία σχεδόν έντονη μύτη, έχει σε πρώτο πλάνο γλυκιά ανθικότητα γιασεμιού, μπανάνα και στη συνέχεια ώριμο λεμόνι, μοσχολέμονο, γκρέιπφρουτ και ξύσμα πορτοκαλιού και μοσχολέμονου. Αισθητή, σχεδόν έντονη οξύτητα στο στόμα, που έχει όγκο και ένταση άνω του μετρίου. Η ωραία δομή ισορροπεί τα ξινόγλυκα των λεμονιών και μοσχολέμονων με τα ελαφρά πικρόγλυκα των ροζ γρέιπφρουτ, των ώριμων λεμονιών και του ξύσματός τους, με τα τελευταία να  κυριαρχούν στην πολύ ωραία επίγευση.

    ΠΟΠ Μαντινεία Τσέλεπος (η κλασσική): Εδώ και 30 χρόνια έχει εδραιώσει το στυλ της που εξελίσσει συνεχώς, παραμένοντας αδιαμφισβήτητα ο εαυτός της. Η σχεδόν έντονη, μεθυστική, ανθική μύτη με τροπικές νότες μπανάνας και ανανά, είναι πολύπλοκη και ισορροπημένη ανάμεσα στο γλυκόξυνο των λεμονιών, μοσχολέμονων και το πικρόγλυκο των γρέιπφρουτ,  και ξύσματος πορτοκαλιού. Στόμα με υψηλή σχεδόν οξύτητα, ισορροπημένη όμως με αμίμητα στιβαρή δομή, δένει όλα τα πικρόγλυκα και γλυκόξυνα προαναφερθέντα με επιπλέον ώριμα ροδάκινα και νεκταρίνια. Όγκος, συμπύκνωση και ένταση άνω του μετρίου οδηγούν σε απολαυστική επίγευση που συνεχίζει να αιωρείται τυλιγμένη σε μια αδιόρατη γλύκα.

Για σύγκριση της τωρινής εικόνας των κρασιών με αυτήν όταν δοκιμάστηκαν πριν από 8 περίπου μήνες δείτε εδώ περσινό άρθρο του SaveVintage2019.

 

Τα συμπεράσματα προσωπικά

Τούτων λεχθέντων έχω να πω τα εξής:

  1. Τα στυλ διέφεραν, αλλά οποιοδήποτε κρασί να παραγγέλνατε σε εστιατόριο, όχι μόνο θα σας έβγαζε ασπροπρόσωπους, αλλά θα το θυμόσαστε να ξαναπαραγγείλετε στο μέλλον. Αρκεί να μην το πίνατε με χοιρινή μπριζόλα και ειδικά αν ήταν ψημένη τριπολιτσιώτικα, δηλαδή γκαργκανιασμένη.
  2. Η συσσωρευμένη εμπειρία τουλάχιστον 40 τρύγων της ποικιλίας έχει προφανώς βοηθήσει και τους νεοφερμένους οινοποιούς, οπότε στις οινοποιήσεις δεν υπήρχε το παραμικρό ψεγάδι.
  3. Τσέλεπος, Μποσινάκης και Τρουπής έχουν διαμορφώσει χαρακτήρα και τον εξελίσσουν διαρκώς. Το Κτήμα Μορόπουλου πειραματίζεται, αλλά είναι φανερά σε πολύ καλό δρόμο. Εξάλλου, είναι εστιασμένο σε δύο κρασιά από μία ποικιλία και το δεύτερο, το ροζέ τους, ήταν το 2017 το καλύτερο ροζέ από μοσχοφίλερο.
  4. Τσέλεπος και Τρουπής ψάχνονται συνεχώς με τις δυνατότητες της ποικιλίας ώστε να βρουν τα όριά της. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν τα πονήματά τους σε βαθιά ερυθρωπές μακρές εκχυλίσεις, ενώ το Blanc de Gris του πρώτου είναι ήδη κλασσικό και καταξιωμένο ως μία πολύπλοκη Μαντινεία παλαίωσης.
  5. Η ομάς μας χωρίστηκε στα 2, άλλοι προτίμησαν την κλασσική του Τσέλεπου και άλλοι του Τρουπή. Η επιλογή όμως ήταν κυρίως λόγω προσωπικού γούστου. Tου Τρουπή είχε την έμφαση στη δροσιστική οξύτητα και δημιουργούσε αντίστιξη με το πιάτο, ενώ του Τσέλεπου, με την οξύτητα παρούσα αλλά καλυμμένη σε περίτεχνη, αδιόρατη γλύκα, το συνόδευε αρμονικά. Οι άλλες δύο ήταν ανάμεσα και εμείς διαλέξαμε τα άκρα. Όλα τα κρασιά συνόδευσαν το μεγάλης γευστικής έντασης και πολυπλοκότητας πιάτο με χαρακτηριστική άνεση και απάντησαν με τη δική τους.
  6. Έχω τύχει σε κάθετες δοκιμές Τσέλεπου και Μποσινάκη με Μαντινείες βάθους τετραετίας και διέπρεψαν. Εκτιμώ πως οι υπόλοιπες του οροπεδίου αν δεν είναι ήδη εκεί, θα βρεθούν σύντομα και η παλαίωση σε βάθος πενταετίας θα είναι κανόνας και όχι εξαίρεση. Αυτό είναι τεράστιος έπαινος για την ποικιλία και τους οινοποιούς, όταν πριν 30 χρόνια οι περισσότερες οινοποιήσεις έχαναν σταδιακά τα αρώματά τους στη φιάλη προς το τέλος της τρέχουσας χρονιάς.
  7. Όλα αυτά δείχνουν πόσο καλό κάνει η σοβαρή δουλειά, ακόμα και λίγων οινοποιών, που αναγκαστικά ωθεί τους επόμενους σε διαρκή βελτίωση και ευγενή άμιλλα, με τελικό κερδισμένο το ελληνικό κρασί.
  8. Τελικά, μόνο τυχαίο δεν είναι που το μοσχοφίλερο επελέγη ως μία από τις τέσσερις ποικιλίες - πρεσβευτές του ελληνικού κρασιού. Η ορθότητα της επιλογής αποδεικνύεται με αυτές τις οινοποιήσεις, αλλά και άλλες, που αργά αλλά σταθερά βάζουν την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη. Η ποικιλία διαγράφει ήδη επιτυχημένη πορεία διεθνώς και εκτιμώ πως οι ροζέ οινοποιήσεις της θα διαγράψουν στο μέλλον ακόμα καλύτερη. Επειδή στη ροζέ οινοποίηση επιτρέπεται στους φλοιούς των σταφυλιών να απελευθερώσουν περισσότερες γευστικές ουσίες, ενισχύεται το γευστικό προφίλ με αρώματα φράουλας, πετροκέρασου και άλλα και αυξάνεται η πολυπλοκότητα, αλλά και οι γευστικοί συνδυασμοί.

 

Μαντινείες και φαγητό

    Τέλος, ας προσθέσω τις δικές μου προτάσεις γευστικών συνδυασμών για την ποικιλία. Στις απλές οινοποιήσεις, χωρίς πολύμηνες παραμονές σε οινολάσπες, χρήση βαρελιού κ.λπ. ταιριάζουν μακαρονάδες, λευκές κατά προτίμηση, άντε με ντοματίνια, ποτέ με πελτέ και κονσέρβα κονκασέ, αλλά και ριζότι θαλασσινών, ενώ είναι απίθανο ταίρι για καρμπονάρα. Απαιτούν όλες ελαφρύ, αεράτο χέρι και είναι γρήγορες ως εκτέλεση. Άλλες επιλογές είναι, βεβαίως, ψητόψαρα (αλλά και το πιάτο της ανάρτησης), τηγανητά ψαράκια, μεγάλο μέρος της ασιατικής κουζίνας και λαδερά το καλοκαιράκι.

m1
m2

    Περισσότερο σύνθετες οινοποιήσεις με παραμονή σε φίνες οινολάσπες, χρήση αμφορέων και βαρελιών έχουν διαφορετικό όγκο, γευστικό προφίλ και πολυπλοκότητα, που ενώ μπορεί να συνοδεύσει και τα προηγούμενα, δύναται να ξανοιχτεί σε λευκά μαγειρευτά κρέατα, πάστες με άγρια μανιτάρια, ριζότο σηπίας με το μελάνι της και γενικά ευφάνταστη, νευρώδη και σπιντάτη κουζίνα. Συνοδεύει επίσης πολύ καλά την κλασσική Μοραΐτικη ψητή γουρνοπούλα με την τραγανή πέτσα. Καλύτερα να μείνετε και εδώ μακριά από ψητές χοιρινές και ειδικά  μοσχαρίσιες μπριζόλες, αλλά χήνα και πάπια στο φούρνο, αν τό ‘χετε, επιβάλλονται. Όσοι διαβάσετε όλα αυτά, μπορείτε μακριά από καταναγκασμούς να πιείτε τις Μαντινείες σας όπως αγαπάτε, και βεβαίως, με τις ευλογίες μου!

Προκειμένου να παρέχουμε καλύτερη εμπειρία στους χρήστες μας, χρησιμοποιούμε cookies. Διαβάστε Περισσότερα