Μαντινίτης οίνος στην Αρκαδία

Οι πρωτοπόροι του Μοσχοφίλερου. Καινοτομία και αποφασιστικότητα στο Αρκαδικό υψίπεδο.

Ιούνιος 2022. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στον πολιτισμό και για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή, με τα λόγια του Ελύτη.

Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη μου μετά το τέλος της προβολής της ταινίας “Arcadia 1900, Champagne d’Orient”  του Κώστα Σπυρόπουλου-απλή συνωνυμία με την οικογένεια οινοποιών- στον κινηματογράφο  Cine Ville στην Τρίπολη Αρκαδίας. Η προβολή ήταν πρωτοβουλία και η πρώτη συνέργεια των Κτημάτων Τσέλεπου και Σπυρόπουλου, που πρωταγωνιστούν πάνω από τριάντα χρόνια  όχι μόνο στην  παραγωγή, αλλά και στην διερεύνηση των ορίων της ποικιλίας μοσχοφίλερο, που κυριαρχεί στην περιοχή. Η βραδυά  είχε αξέχαστη συνέχεια σε δυναμικό εστιατόριο της περιοχής με πλούσιο μπουφέ και άφθονη ροή των εξαιρετικών αφρωδών κρασιών τους, ως τις μικρές ώρες. Κρατήστε τη λέξη συνέργεια. 

    Στην ιστορία της ταινίας ένας δαιμόνιος έμπορος εκκλησιαστικών ειδών στις Ρίζες Αρκαδίας στο τέλος του 19ου αιώνα, με επιπλέον περιουσία πολλά στρέμματα αμπέλια, προίκα της γυναίκας του που ο ίδιος αυγάτισε, δέχεται την επίσκεψη ενός οινολόγου που έχοντας σπουδάσει στην Καμπανία και διερευνήσει με Γάλλους ειδικούς τις δυνατότητες παραγωγής αφρώδους οίνου στην περιοχή, του προτείνει  συνεργασία με σκοπό να φτιάξει σαμπάνια στην Αρκαδία. Πονηρά σκεπτόμενος, αντί να δεχτεί, στέλνει τους δύο γιούς του να σπουδάσουν οινολογία στη Γαλλία και αποκληρώνει τον τρίτο που αρνείται. Οι γιοί επιστρέφουν και δημιουργούν οινοποιείο, φτιάχνουν τη δική τους «σαμπάνια της Ανατολής» και κάνουν συλλογή διεθνών βραβείων. Πρωτοτυπούν από το 1875, ο ιδιοφυής οινολόγος γιος απομονώνοντας και καλλιεργώντας γηγενείς ζύμες, εξασφαλίζει άρτιες συνθήκες για τη ζύμωση των κρασιών χωρίς προσθήκη θειώδους ανυδρίτη για την προστασία τους, μέθοδο άγνωστη ως τότε. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της σταφιδικής κρίσης προτείνει την χρήση σταφίδας στην οινοποιητική παραγωγή, όπως έκαναν οι Γάλλοι όταν χτυπήθηκαν τα αμπέλια τους από φυλλοξήρα, πράγμα όμως που τον φέρνει αντιμέτωπο με όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Ταξιδεύουν σε Σικάγο και  Σαν Φρανσίσκο, όπου μαζί με τα βραβεία που αποσπούν, ο επιχειρηματίας αδελφός αρπάζει στον αέρα την ευκαιρία να διαφημίσει τα κρασιά του φωτογραφίζοντάς τα στα γυναικεία χέρια μοντέλων της έκθεσης πάνω σε μία Φόρντ, όχι μοντέλο του ‘23*. Στην διεθνή αμιγώς οινική έκθεση του Μπορντώ παίρνουν χρυσό. Ανοίγουν το πρώτο wine bar στην Αθήνα πλάι στο θέατρο του Χρηστομάνου στοχεύοντας στην αφρόκρεμα των Αθηναίων αστών και φτάνουν να προμηθεύουν τη Βασιλική Αυλή και το ξενοδοξείο Μεγάλη Βρετανία με τα κρασιά τους ως το 1930. Η εμπλοκή τους όμως στην αποξήρανση της τοπικής λίμνης Τάκα και μέσω αυτής στους στροβίλους της πολιτικής, δημιουργώντας έχθρες σε μια εποχή που οι υπουργοί και οι κυβερνήσεις αλλάζουν σαν τα πουκάμισα, τους οδηγεί σε οικονομική καταστροφή και χρεοκοπία. Ακολουθεί η αυτοκτονία του χαρισματικού οινολόγου γιου. Τέλος ιστορίας.

    Πρωταγωνιστούν οι: Γιώργος Μιχαλακόπουλος, Ισίδωρος Σταμούλης, Σοφία Σεϊρλή και Οδυσσέας Σταμούλης. Η μουσική είναι της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και τραγουδά ο Μάριος Φραγκούλης.

    Η ταινία σε σφιχτό ρυθμό δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ αναπαριστά πιστά το κλίμα της εποχής, σκιαγραφεί τους χαρακτήρες, προβάλλει τα επιχειρήματα, τις φιλοδοξίες, τις δυναμικές τα αδιέξοδα, τις συγκρούσεις και επιβεβαιώνει πως επιχειρηματικό διαμόνιο έχουμε, ιδιοφυείς επιστήμονες έχουμε, αλλά από κράτος πάσχουμε και η μισαλλοδοξία δεν είναι άγνωστη λέξη. Η υπενθύμιση είναι καίρια.

    Προσωπικά εστιάζω στο ότι ο Κώστας Σπυρόπουλος ανακαλύπτοντας ψήγματα μιας εκπληκτικής ιστορίας σε αρχεία του Νώντα Σπυρόπουλου, ψάχνεται να δημιουργήσει μια ταινία με κρυφό πρωταγωνιστή το μοσχοφίλερο και φανερό το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο αλλά και την επιστημονική καινοτομία, στην ταραγμένη εποχή που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προσπαθούσε να βρει το βηματισμό του. Βρήκε χορηγούς και τα δύο οινοποιεία αρωγούς στην προσπάθεια  ανεύρεσης στοιχείων. Η στήριξη του Κτήματος Τσέλεπου ήταν καθοριστική, αναμενόμενο εφ' όσον ο Γιάννης Τσέλεπος είχε εξ' αρχής, δηλαδή από την ίδρυση του οινοποιείου στις Ρίζες Τεγέας, κοντά στο παλιό οινοποιείο των Παπανικολάου, όραμα για την ανάδειξη του μοσχοφίλερου και δημιουργία αφρώδους ικανού να συναγωνιστεί τις γαλλικές Σαμπάνιες. Τα στοιχεία που έφερε στο φώς η ενδελεχής έρευνα του Κ. Σπυρόπουλου μας επιτρέπουν να δούμε την ιστορία όχι μόνο του μοσχοφίλερου, αλλά και της περιοχής ολόκληρης στις 92 σελίδες του βιβλίου, που εκδόθηκε με τη χορηγία του Κτήματος Τσέλεπου και ακολούθησε την δημιουργία και προβολή της ταινίας. Υπήρχε στην περιοχή ενεργός αμπελώνας 57.000 στρεμμάτων με αποδόσεις 200 κιλών ανα στρέμμα, εκπληκτικής ποιότητας πρώτη ύλη δηλαδή και 52 οινοποιεία. Αυτή η ταινία και το βιβλίο ελπίζω να είναι η αρχή της περαιτέρω εξιστόρησης της ιστορίας του μοσχοφίλερου.

   Για τις ανάγκες της μυθοπλασίας η ταινία εστιάζει στους Παπανικολάου, παρόλο που υπήρχαν και άλλοι επιτυχημένοι παραγωγοί αφρωδών στην περιοχή, όπως ο Γεωργιάδης και Παπαγεωργιάδης, χωρίς την ιδιοφυία όμως του Βασίλη Παπανικολάου. Οι αδελφοί Παπανικολάου παρά λίγο να τα κατάφερναν, αλλά επέλεξαν να συγκρουστούν με τους πάντες.  Λίγο αργότερα τη σκυτάλη ανέλαβε ο πατριάρχης της Μεσογαίας Ανδρέας Καμπάς μετακαλώντας επίσης γάλλους ειδικούς οι οποίοι έμειναν τρεις μήνες στην περιοχή επιβεβαιώνοντας την καταλληλότητα για την παραγωγή ποιοτικών αφρωδών εφάμιλλων των καλύτερων γαλλικών. Δημιούργησε με αρκετή επιτυχία τo δικό του αφρώδες-που πλέον, μετά το 1915 δεν είχε το δικαίωμα να ονομάζεται champagne, εφ’ όσον παραγόταν εκτός Καμπανίας- και έβαλε τα θεμέλια για την παραγωγή ποιοτικών κρασιών στην Αρκαδία με αποτέλεσμα το ΠΟΠ Μαντινεία το 1973 από την Κα Κουράκου, όπως λεπτομερώς αναφέρονται στο σχετικό βιβλίο της Ρωξάνης Μάτσα, της αρχόντισας της Κάντζας.

   Οι πρωτοπόροι αρκάδες οινοποιοί του τότε έθεσαν εξ αρχής τον υψηλό στόχους να γίνει η Μαντινεία η Καμπανία της Ανατολής. Οι κυβερνητικές επιλογές, βασιζόμενες στα κοντοπρόθεσμα συμφέροντα και την ιδιοτέλεια απαξίωσαν τους αμπελώνες της περιοχής, αντί να τους στηρίξουν, αδυνατώντας να δουν πως το κρασί εκτός από τρόφιμο που ήταν τότε, μπορούσε να γίνει υψηλής προστιθέμενης αξίας εξαγωγικό προϊόν. Συμβαίνει και τώρα, μόνο που πλέον οι έλληνες οινοποιοί έχουν πάρει σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στα χέρια τους. Αν το κράτος τους στήριζε, θα μεγαλουργούσαν.

   Το νήμα της ιστορίας ξαναπιάνει το στιβαρό χέρι του Γιάννη Τσέλεπου που γύρω στο 1995 φτιάχνει το πρώτο του αφρώδες από μοσχοφίλερο με την παραδοσιακή μέθοδο της δεύτερης ζύμωσης στη φιάλη, την Amalia Brut, με πολυπλοκότητα εφάμιλλη αυτών της Καμπανίας, πράγμα που βεβαιώνω μετά λόγου γνώσης έχοντας αδειάσει ικανό αριθμό φιαλών αυτής της εποχής, οι οποίες άγνωστες τότε στο ευρύ κοινό, παλαίωναν πάνω από 2-3 χρόνια και ήταν καλύτερες από γνωστές non vintage γαλλικές σαμπάνιες. Γνωρίζει ήδη καλά τις δυνατότητες της περιοχής για παραγωγή αφρωδών, το μεσοκλίμα της,  τη σύσταση των εδαφών και τις δυνατότητες της ποικιλίας που ήδη οινοποιεί πάνω από δέκα χρόνια, έχοντας επαναπροσδιορίσει το στυλ “Μαντινεία”. Χρειάστηκαν πάνω από 15 χρόνια να καταξιωθεί τόσο εδώ όσο και στο εξωτερικό, αλλά εδραιώνεται με παραγωγή άνω των 100.000 φιαλών πλέον, ενώ έχουν προστεθεί η ροζέ από αγιωργίτικο και η χρονολογημένη (vintage). Παράλληλα την ίδια εποχή το Κτήμα Σπυρόπουλου δημιουργεί τα δικά του αφρώδη από μοσχοφίλερο με την απλούστερη μέθοδο δεξαμενής (Charmat), την Ωδή Πανός, λευκή και ροζέ. Η γνωριμία μου με τον Νώντα Σπυρόπουλο δεν έχει το απαιτούμενο βάθος ώστε να ξέρω το δικό του όραμα, το γεγονός όμως πως και τα δύο αφρώδη του σε καλές χρονιές στέκονται τόσο καλά δίπλα στα άλλα, όπως και η ιστορία και η συνέχεια του Κτήματος και των κρασιών του, μου αρκεί.

   Εδω ξαναπιάνω το νήμα της συνέργειας που δεν είναι χαρακτηριστικό των Ελλήνων οινοποιών, με εξαίρεση ίσως αυτούς της Νάουσας, όπως δεν είναι αυτονόητη η παραδοχή πως υπήρξαν άλλοι πριν από αυτούς. Οι περισσότεροι είναι οπαδοί της παρθενογένεσης, πλην αντιβαίνει στους νόμους του σύμπαντος. Τα  οινοποιεία Τσέλεπου και Σπυρόπουλου όμως κοίταξαν με θάρρος το παρελθόν κατάματα και ένοιωσαν  συνέχειά του. Έτσι αποφάσισαν να στηρίξουν την δημιουργία της ταινίας του Κώστα Σπυρόπουλου που ψηλαφίζει την προϊστορία τους, να την προβάλλουν επίσημα με καλεσμένους από όλον τον οινικό κόσμο και να το γιορτάσουν στη Villa Incognito, ένα εστιατόριο-σύμπραξη χαρισματικών νέων  της περιοχής με οινικές και γαστρονομικές περγαμηνές, του οποίου τα καναπεδάκια της βραδυάς και η περιποίηση των καλεσμένων σηκώνουν ψηλά τον πήχη της εστίασης στην Τρίπολη.  Δεν είναι τυχαίο ότι η πρωτοβουλία για τη βραδυά ήταν απόφαση των Άρη και Αδριανής Τσέλεπου και Ντίνας Σπυροπούλου, δηλαδή της νέας γενιάς των δύο οινοποιείων. Ελπίζω αυτή η συνεργασία,  με αυτή τη γενιά στο τιμόνι να πιλοτάρει ήδη δυναμικά, να προχωρήσει πέραν  της προβολής της ταινίας, επειδή εκτός από ανταγωνιστές αποτελούν περουσιακό στοιχείο για την περιοχή μαζί με το θάρρος να νοιώσουν συνέχεια της οινικής ιστορίας του τόπου και να θέλουν να διαμορφώσουν το μέλλον.

   Το Κτήμα Τσέλεπου συνεχίζει να είναι πηγή έμπνευσης για τα υπόλοιπα οινοποιεία του υψιπέδου, όχι μόνο λόγω των βραβείων που αποσπά διεθνώς, αλλά και για τον επαναπροσδιορισμό της ποικιλίας πίσω στις αρχές του ’90 και τη διαρκή αναζήτηση του ιερού δισκοπότηρού της. Με μεγάλη χαρά διαπιστώνω όλο και εντονώτερη αναζήτηση στη δυναμική του μοσχοφίλερου από όλο και περισσότερους, όπως και πειραματισμούς με ηπιότερες μεθόδους οινοποίησης, χρόνους εκχύλισης, παρατεταμένη παραμονή με φίνες οινολάσπες, νέα δοχεία οινοποίησης, που όμως ανάγονται στο μακρινό παρελθόν της ανθρωπότητας, επιλογή γηγενών ζυμών και καλλιέργειά τους, που μας φέρνει πίσω στους αδελφούς Παπανικολάου και τη διάψευση της παρθενογένεσης. Οι νέοι ανασκουμπώθηκαν και ρίχτηκαν στη δουλειά για να γυρίσει ο ήλιος; Μακάρι. Έτσι, ζωντανεύει η ελπίδα να δω κάποτε όλα τα οινοποιεία του αρκαδικού υψίπεδου ενωμένα κάτω από τη σημαία του Μοσχοφίλερου με  τις πάμπολλες αποχρώσεις του, όπως ευχήθηκα σε παλαιότερο άρθρο μου του 2016 εδώ. Όσο για το αν μπορεί το αρκαδικό μοσχοφίλερο να παράξει αφρώδη εφάμιλλα της Καμπανίας, απαντήθηκε καταφατικά στην προηγούμενη παράγραφο. Είναι θέμα χρόνου και βούλησης.

Οι προβολές της ταινίας συνεχίζονται με τη στήριξη των δύο οινοποιείων, όπως και η ζωή με ή χωρίς αυτά, αν και μαζί τους είναι ωραιότερη, πλαισιωμένη από λαμπερές φυσαλίδες.

 

   Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την πρόσκληση σε δύο τόσο ελπιδοφόρες βραδυές. Έχουμε συλλογικά την τόλμη και αντίστοιχη αποφασιστικότητα για ενότητα και σκληρή δουλειά ώστε να πιούμε στον μέλλοντικό  αφρώδη Μαντινίτη Οίνο από τα οινοποιεία του υψιπέδου;

 

*Η μαύρη Φόρντ, Χατζηδάκης, Οδός Ονείρων, 1962.

Προκειμένου να παρέχουμε καλύτερη εμπειρία στους χρήστες μας, χρησιμοποιούμε cookies. Διαβάστε Περισσότερα