Σας αρέσουν τα Chablis?
15/4/2021. Τα Chablis είναι σαρντονέ ψυχρού κλίματος, από την ομώνυμη περιοχή της Βουργουνδίας. Διαφέρουν εντελώς από τα ξαδέρφια τους
της χρυσής πλαγιάς, τόσο που κάποιοι μπορούν να λατρεύουν τα μεν και να αδιαφορούν για τα δε.
Πέρσι δοκίμασα τα Βίδια, ένα σαρντονέ από το ομώνυμο αμπελοτόπι του οινοποιείου της Στροφιλιάς από τον Ασπρόκαμπο Κορινθίας σε υψόμετρο 900 μέτρων στο οροπέδιο της Στυμφαλίας. Είναι διαμορφωμένο σε σύστημα Lyre, που είναι δυσκολώτερο στην καλλιέργεια, αλλά μειώνει την παραγωγικότητα του πρέμνου και ωριμάζει καλύτερα τα σταφύλια, καθοριστική λεπτομέρεια για το ψυχρό κλίμα της περιοχής. Μου άρεσε πολύ και το επαίνεσα, ενώ ο ατσάλινος χαρακτήρας του, με την άρτια οινοποίηση, την κοφτερή οξύτητα, τα αρώματα και γεύσεις κορόμηλου και πράσινου μήλου, την κομψότητα στη δομή και τη φινέτσα, με έκανε να το ονομάσω ελληνικό Chablis.
Το 2019 ήταν δύσκολη για όλους χρονιά. Εκτός άλλων, άνοιξα κάπου 130 φιάλες της εσοδείας 2019 και βρήκα 30 ελαττωματικές. Αφού καταλάγιασαν τα συναισθήματα, έψαξα, διάβασα, ρώτησα και έβγαλα συμπέρασμα. Αποφάσισα να ασχοληθώ μόνο με τα κρασιά που τα κατάφεραν να πίνονται πολύ ευχάριστα και τη δεύτερη χρονιά μετά τον τρύγο, επειδή αυτά είναι που δείχνουν το οινικό μέλλον της χώρας. Τι καλύτερο λοιπόν από το να ξαναδοκιμάσω το ελληνικό Chablis, ειδικά έχοντας μια αντίστοιχη φιάλη γαλλικού στον συντηρητή μου; Αγοράστηκε λοιπόν ένα μεγάλο λαβράκι όπως πέρσι και την τελευταία στιγμή διαπίστωσα πως το γαλλικό ήταν του’18. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε συνυπολογίζοντας την ηλικία του. Jimmy Hendrix λοιπόν στο πικάπ να ταιριάξει με τα επερχόμενα ατσάλια, και ανοίξαμε πρώτα το γαλλικό ενώ ψηνόταν το ψάρι. Έ, και μερικές γαριδούδες τσιπσάκια για προθέρμανση.
Η αρχική εντύπωση ήταν πως ο ατσάλινος χαρακτήρας είχε στρογγυλέψει αισθητά και τα πράσινα μήλα με την κοφτερή οξύτητα είχαν πλέον εξελιχθεί σε σχεδόν αγουρωπά λευκόσαρκα και νεκταρίνια, μοσχολέμονα, λεμόνια και γρέιπφρουτ ενώ υπήρχε και μια ανάλαφρη γλύκα στην επίγευση. Το σώμα είχε γεμίσει και η δομή ήταν πολυπλοκότερη. Βάλαμε Herbie Hancock, σερβίραμε και ανοίξαμε τα Βίδια.
Σαφώς αυστηρότερο, αλλά όχι όπως πέρσι. Τα πράσινα κορόμηλα παρελθόν, αλλά τα μήλα ήταν εκεί, άν και όχι γκράνι σμίθ πλέον, αλλά πράσινα γκόλντεν. Υπήρχαν ακόμα μοσχολέμονα, λεμόνια, άνθη λεμονιάς και λευκόσαρκα ροδάκινα, και λεμονάτα βόλου. Όσο περνούσε η ώρα, έβγαινε και ξύσμα από τα κίτρινα εσπεριδοειδή, όχι όμως τριτογενή. Η δομή παρέμενε σφιχτή, το σώμα μέτριο και η επίγευση μέτρια και κάτι. Αυτό το κάτι ήταν σε ξύσμα και απολαυστικό, κρατούσε πολύ καλή αντίστιξη δε με την υπέροχη, αφράτη σάρκα του καλοψημένου ψαριού.
Πίσω στο Chablis και Luis Armstrong με Duke Ellington στον μοναδικό δίσκο που έκαναν μαζί, το Great Summit. Εδώ αρχίσαμε να διακρίνουμε την υπόξινη κρέμα στο σώμα και λίγο ξύσμα πορτοκαλιού, που έδινε αυτή τη γλύκα που αναφέραμε. Ήταν σαφές πως είχαμε λίγο περισσότερο σώμα και πολυπλοκότητα, αλλά ταυτόχρονα κοντύτερη επίγευση, παράξενο, αλλά και ο Γκοντό, που ήταν παρών, συμφωνούσε. Ήταν εξ ίσου σαφές πως το γαλλικό είχε περάσει μηλογαλακτική ζύμωση για να μειώσει την οξύτητα, πράγμα που του έδωσε και την επί πλέον λιπαρότητα, όγκο και κάπως πιο ενιαία δομή. Δεν είναι κοινός τόπος στην περιοχή, εξαρτάται περισσότερο από τη χρονιά, αν δεν είναι απαραίτητη, την αποφεύγουν για να διατηρήσουν τον ατσάλινο χαρακτήρα. Συνεχίσαμε να εναλλάσσουμε τα κρασιά στα ποτήρια ως το τέλος, αδυνατώντας να βγάλουμε ένα νικητή, μία προτίμηση για όλους. Ο λόγος είναι πως τα γούστα διαφέρουν.
Το στρογγυλότερο Chablis ίσως έχει περισσότερους φίλους, παρά το σχετικά κοντό τελείωμα, από την άλλη τα Βίδια έχουν το πλεονέκτημα της μακρύτερης απολαυστικής επίγευσης. Αμφότερα έιναι φίνα, κομψά, ιδιαίτερα, με χαρακτήρα και δομή που τα κάνουν να ξεχωρίζουν και είναι ράτσας. Τα Βίδια είναι νεώτερα και το δείχνουν ξεκάθαρα, είναι πιο τραγανά. Οι οινοποιήσεις είναι άρτιες, τριτογενή δε βρήκαμε σε κανένα, που σημαίνει πως θα πίνονται ευχάριστα για τουλάχιστον 2-3 χρόνια ακόμα. Το πώμα Diam 5 στο ελληνικό μπορεί να το εγγυηθεί, ενώ το γαλλικό είναι ένα εντελώς πλαστικό, κοντό μήκους 4 εκ, που η εκτύπωση tradition prestige με έκανε να καγχάσω μεν, το κρασί έσκιζε δε, οπότε άβυσσος, ποτέ δεν θα μάθουμε την αλήθεια, επειδή είναι μια αυταπάτη, μια ουτοπία, μια ανθρώπινη ανάγκη. Το ξενομπάτικο κοστίζει στη χώρα του όσο το δικό μας εδώ και έχει περισσότερα πιασίματα με γαλλική φινέτσα, ενώ το δικό μας είναι πιο νευρώδες και έχει και μια τσαχπινιά παραπάνω. Το κερασάκι τελευταίο, κανένα από τα δύο δεν το κάνεις φέτος για τσαμπλί, λείπει πλέον το ατσάλι που δε σηκώνει ούτε μύγα επάνω του. Ακόμα δε και τα ευγενή premier cru και grand cru, αν έχουν τα χρονάκια τους, και πολλοί τα προτιμούν έτσι, δια της εις άτοπον απαγωγής τα καταλαβαίνεις, δεν είναι ξάστερος ουρανός η ζωή, ούτε εύκολο ποίημα. Τα Chablis είναι ιδέα και οι ιδέες είναι πτητικές.
Να πούμε όμως μια αλήθεια, και να μην πέσει στο γυαλό παρακαλώ. Τα Chablis είναι Βουργουνδίες και οι κουτόφραγκοι εκεί τελειοποίησαν τις μηλογαλακτικές για να αντιμετωπίσουν τις απίστευτες οξύτητες, όπως τα της χρυσής πλαγιάς για να δώσουν πληθωρικότητα και βάθος, όταν εμείς εδώ τρώγαμε χαρούπια. Μια ισοπαλία λοιπόν δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα και η διαφορά των 12 μηνών ανάμεσά τους είναι αισθητή, αλλά δεν μειώνει την αξία. Αντίθετα, εδώ είμαστε, η Μαρία Μαλτέζου της Στροφιλιάς μπορεί να έχει του χρόνου άλλη μία 19άρα φιάλη να ξαναδούμε το θέμα με την ίδια αμεροληψία, και απόλαυση βεβαίως.