Ροδίτης Αλεπού 2017

     12/8/2021. Ροδίτης Αλεπού 100%. Τέσσερα χρόνια από τον τρύγο, αυτόχθονες ζύμες του οικοσυστήματος Παπαϊωάννου, ελάχιστο θειώδες και τι έχουμε;

Ένα λαμπερό κρυστάλλινο κρασί, ευχάριστα πολύπλοκο, με απολαυστική μακρά επίγευση και κυρίως φινετσάτο. Τονίζω την τελευταία λέξη, επειδή τα λευκά κρασιά του Γιώργου Παπαϊωάννου δεν φημίζονται γι' αυτήν, μάλλον είναι συνώνυμα της ρώμης και μια προσωπικής ρουστίκ έκφρασης των ποικιλιών.

 

    Ο ροδίτης, σαν ετικέτα, μοιάζει επαναφορά στον αρχικό λευκό Αμπελώνα του Κτήματος, που ενώ αρχικά ήταν μονοποικιλιακό κρασί, κάπου στη δεκαετία του '90 έγινε χαρμάνι με σοβινιόν μπλαν για να αποκτήσει πιο νευρώδη και αρωματικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα ο Γιώργος δοκιμάζοντάς την συγκεκριμένη δεξαμενή το 2018, απλά αποφάσισε πως αυτός ο ροδίτης ήταν τόσο καλός που άξιζε χωριστή εμφιάλωση, όπερ και εγένετο. Είχα αντίθετη γνώμη όταν το συζητήσαμε, επειδή υπήρχαν ήδη πάρα πολλές ετικέτες στο Κτήμα, σήμερα όμως αποδεικνύεται πως ο Γιώργος είχε δίκιο. Το κρασί ήταν πολύ καλό τότε και είναι πολύ καλύτερο τώρα, αν δε έχει χάσει λίγο σε φρεσκάδα πρωτογενών αρωμάτων, έχει κερδίσει με το παραπάνω σε πολυπλοκότητα, φινέτσα και επίγευση.

    Ήταν η δεύτερη φιάλη, για τρία άτομα, που συνόδευσε μια απλή, αλλά θηριώδους γευστικής έντασης συνταγή με φαρφάλες και σφιχτές ντομάτες bobcat κομμένες σε κύβους και περασμένες πολύ γρήγορα σε δυνατή φωτιά με κάπαρη, μπούκοβο και σκόρδο, του συνόλου διανθισμένου με άφθονη χοντροτριμένη φέτα. Ναι, σχεδόν χωριάτικο πιάτο, αλλά όταν το γεύεσαι, συνειδητοποιείς πως δεν είναι από χωριό το κορίτσι. Το πρώτο κρασί ήταν ένα πολύ καλό επίσης δεκατεσσάρι νεμεάτικο ασύρτικο και κράτησε το πιάτο με μεγάλη άνεση. Οπότε μια περιέργεια την είχαμε πώς θα ταίριαζε το Ασύρτικο Πλαγιές Αι-Λιά.

    Ο ροδίτης τώρα, ήταν στο κιβώτιο δίπλα στο ασύρτικο Παπαϊωάννου Πλαγιές Άη Λιά. Άπλωσα το χέρι να το πιάσω και πήρα το ροδίτη, πράγμα που διαπίστωσα αφού άνοιξα τη φιάλη. Το έχω πάθει και σε πάρτυ, προσπαθώντας να φτάσω μια γυναίκα να χορέψουμε, βρέθηκα με άλλη, αλλά εκεί το κατάλαβα εγκαίρως. Στο τέλος όμως το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, τότε έμεινα με εκείνην και τώρα μείναμε με το ροδίτη αλεπού.

    Το ερώτημα ήταν αν το δεύτερο κρασί θα τα κατάφερνε εξ ίσου καλά με το πρώτο, εφ' όσον το ασύρτικο είναι πιο στιβαρό.

    Όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά μας έμεινε και αξέχαστο. Έλειπε λίγο σώμα, αλλά μόνο σε σχέση με το προηγούμενο, το δε σύνολο ήταν τόσο πειστικό, τόσο ραφινάτη η πολυπλοκότητα των λευκόσαρκων πυρηνόκαρπων και άγουρου ανανά ως τη μακρά απολαυστική επίγευση, που μείναμε να μυρίζουμε τα ποτήρια μας και να στριφογυρίζουμε τις γουλιές στο στόμα αρκετά πριν καταπιούμε. Σιγά-σιγά βρίσκαμε και άλλα αρώματα, αλλά η ουσία είναι αλλού.

Αυτό το κρασί χωρίς ζύμες εμπορίου και με ελάχιστο θειώδες θα μπορούσε σχεδόν να χαρακτηριστεί φυσικό. Πολλά από τα διατελούντα ως φυσικά κρασιά που έχω δοκιμάσει έχουν οινολογικά και οργανοληπτικά ελαττώματα που οι θιασώτες τους παραβλέπουν, επειδή τα θεωρούν ενταγμένα στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Αυτό όχι μόνο δεν είχε κανένα, αλλά δεν ξενίζει καθόλου στη γεύση, έχει τυπικότητα ως προς την ποικιλία και δεν χρειάζεται να το δικαιολογήσεις για να το πιείς. Υπάρχει κάτι αβίαστο στη γεύση του, σαν να μην προσπαθεί να σε πείσει για τον χαρακτήρα του, αλλά τον αναγνωρίζεις μόνος σου σιγά-σιγά. Είναι απολαυστικό. Και κοστίζει κάπου 10 ευρώ.

    Όλα τα κρασιά του Κτήματος ζυμώνονται με τις ίδιες ζύμες που ενυπάρχουν στο οικοσύστημα του οινοποιείου και φυσικά στους φλοιούς των σταφυλιών και είναι φτιαγμένα στο στύλ του Γιώργου σύμφωνα με τα πιστεύω του. Το αν σας αρέσει το στυλ, είναι ένα θέμα δικό σας, το ότι είναι καλά κρασιά όμως δεν αμφισβητείται, δεν έχω βρει οξειδωμένο κρασί του κτήματος ως τώρα. Αυτό εκτιμώ πως είναι μια πολύ γερή βάση εκκίνησης για τη νέα γενιά προς μια νέα εποχή του οινοποιείου. Και μπορεί τα σαρντονέ του Κτήματος να μη σας φαίνονται τυπικά σε σύγκριση με τα βουργουνδέζικα, αλλά ένα Γάλλος από την Νορμανδία πέρσι τέτοιον καιρό έπαθε πλάκα με το Fume  του 2014 που συνόδευσε μια απίστευτη γραβιέρα Νάουσας. Σημειωτέον, προηγουμένως είχαμε απολαύσει ένα λευκό μπορντώ του 2010. Υπενθυμίζω πως ένα απαραίτητο στοιχείο της ταυτότητας του καλού κρασιού είναι να αντέχει στο χρόνο, τουλάχιστον 2-3 χρόνια από τον τρύγο, αναλόγως ποικιλίας και περισσότερο για τα καλύτερα.

    Όλα αυτά είναι σημαντικά ειδικά μετά την περσινή χρονιά, που ανοίγοντας 130 φιάλες βρήκα 25 περίπου ελαττωματικές, κρασιά δηλαδή που δεν έβγαλαν καν τη χρονιά, παρά τα βραβεία μερικών. Και εδώ έχουμε ένα ροδίτη τεσσάρων ετών, καλύτερο από τη νιότη του και με μερικά χρόνια ακόμα μπροστά του. Και ξέρετε κάτι; Τα κρασιά του Γιώργου Παπαϊωάννου ακόμα και αν σας φαίνονται ρουστίκ, αντέχουν στο χρόνο πολύ περισσότερο από άλλα και είναι καλά κρασιά. Αν δε ξεκινήσετε ανάποδα, δηλαδή από το κρασί, δηλαδή σωστά και μετά διαλέξετε το φαγητό, δεν θα σας προδώσουν ποτέ.

 

Προκειμένου να παρέχουμε καλύτερη εμπειρία στους χρήστες μας, χρησιμοποιούμε cookies. Διαβάστε Περισσότερα